- επίγρυπος
- ἐπίγρυπος, -ον (AM)(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτηαρχ.(για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίγρυπος — ἐπίγρῡπος , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγρυπον — ἐπίγρῡπον , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem acc sg ἐπίγρῡπον , ἐπίγρυπος somewhat hooked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγρυποι — ἐπίγρῡποι , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)